Η ΙΣΤΟΡΊΑ ΕΝΌΣ ΤΑΠΕΙΝΟΎ ΑΝΘΡΏΠΟΥ
Μία κρύα μέρα του Ιανουάριου,ο Νίκος προχωρούσε μόνος του στον δρόμο για να επιστρέψει σπίτι του,έτσι πεινασμένος και ταλαιπωρημένος που ήταν στον δρόμο λυποθίμησε,από μία μονομαχία με τον χειρότερο του εχθρό,τον Γιάννη,στον ύπνο του είδε ένα χριστουγεννιάτικο τραπέζι,με ένα καιρί στην μέση,τσουρέκι,γαλοπούλα,έκατσε λοιπόν και αυτός στο τραπέζι,έφαγε,ήπιε και ήρθε η ώρα που είπε:Μιά χαρά έφαγα και ήπια,ήρθε η ώρα να φύγω τώρα.
Οι άνθρωποί εκεί τον προσκάλεσαν να μείνει να παίξει μαζί τους έστο μία παρτίδα πόκερ,κοίταξε λοιπόν δεξια και είδε το τραπέζι με την τσόχα και την τράπουλα,αποφάσισε να μείνει.
Έλα όμως που τον προσκάλεσαν και να κοιμηθεί εκεί,το βράδυ λοιπόν που κοιμήθηκε εκεί ένιωσε μέσα στον ύπνο του κάτι να τον ενοχλεί από επάνω του,ξύπνησε και είδε τον σπιτονικοκύρη με ένα σπαθί να τον καρφώνει,του είχαν στήσει παγίδα.
Όταν ξύπνησε στο ξενοδοχείο,είδε το μαξιλάρι του μέσα στα αίματα,έπειτα η οικογένεια του του έδωσε να φάει φασόλια φούρνου μπάς και χωρτάσει,η κόρη του αργότερα του αποκάλυψε πως όσο αυτός δούλευε αυτή είχε παντρεφτεί τον γιό του Μπάρ μαν,τον Γιώργο,του έδειξε το Πιστοποιητικό γάμου και του ζήτησε την ευχή του,αυτός της την έδωσε.
Μετά από μερικούς μήνες,όταν έπρεπε να ξαναπιάσει δουλειά,δεν έβρισκε δουλειά,έτσι έκανε μια βόλτα έξω μπάς και κανείς θελήσει να τον προσλάβει,για καλή του τύχη,ένας σηδεράς χρειαζόταν βοηθό.
Την αμέσως επόμενη μέρα έπιασε δουλειά,ήρθε ο Γιώργος,ο άντρας της κόρης του και του ζήτησε να του φτιάξει πέταλα για να τα πουλήσει στον Δημήτρη που είχε τον στάβλο πιο κάτω,αυτός του είπε:Γιώργο μου,άν θέλει ο Κυρ Δημήτρης πέταλα θα του τα πάω εγώ.
Έτσι κι έγινε,ξεκίνησε μερικές ώρες μετά να πάει στον στάβλο,έφτασε στον στάβλο,παρέδωσε τα πέταλα και ξεκίνησε να φύγει,στον δρόμο σκοτάδια,συνάντησε έναν περαστικό ο οποίος του έδειξε ένα σημείο σε έναν χάρτη για να του πεί που είναι,αυτός είπε στον περαστικό πως θα τον οδηγήσει μέρχι εκεί.
Στον δρόμο μέσα στα σκοτάδια τρόμαξαν πολύ γιατί περνούσαν ανάμεσα από τα χωράφια με τα σκιάχτρα που το καθένα είχε για κεφάλι μία κολοκύθα.
Τέλος έφτασαν στο σημείο εκείνο που του είχε δείξει ο περαστικός στον χάρτη και αποχαιρετήθηκαν,έπειτα από την πολλύ κούραση,όλα άρχισαν να σβήνουν γύρω του και ο κόσμος να χάνεται στο άπειρο...
Καλά χριστούγενα σε όλους!!!!!!Nanos 232 απο Arizona και Buffalo