DeletedUser6199
Guest
Είχε στήσει την παγίδα.
Ο κλέφτης του χάρτη θα έπεφτε μέσα σαν ώριμο φρουτο.Τον ειχαν ξεγελάσει μ ενα στημένο παιχνιδι.Αυτος και τα φιλαράκια του του πηραν σχεδον ολο το χρυσαφι που ειχε μαζέψει δυό χρονια τωρα σκαβοντας και κοσκινίζοντας στην ερημο της Αριζονα.Τον χτυπησαν και τον αφησαν αναισθητο στη μεση του δρομου 3 μερες πριν.Μεχρι και τα σπιρουνια του του ειχαν παρει!Κι ας πλησιαζαν Χριστουγεννα!Και τωρα θα ερχονταν στην καλυβα του νομιζοντας πως εχει κ αλλα κρυμμενα.
Το μόνο που ειχε να κάνει πια ήταν να περιμένει.
Να περιμένει και να σκέφτεται το σπίτι του.Το στρωμένο χριστουγενιάτικο τραπέζι με την κυρά να ψήνει την γαλοπούλα,τα παιδια να μασουλάν ενα κομματι τσουρέκι κατω απο το στολισμενο έλατο
Να θυμαται ολα τα περασμνα Χριστουγεννα που περασαν μαζι.Ποσο πολυ του εχουν λειψει!Ολοι τους.Ακομα και ο γερικος σκυλος του που ολο κοιμοταν μπροστα στο τζακι ακομα κ αυτος του ειχε λειψει!
Αραγε θα τον περίμεναν φέτος να κρεμάσει αυτός το γουρικο πέταλο στα κλαδιά του?
Ελειπε καιρό και δεν ήξερε αν τον θυμούνται ακόμα τα παιδιά ή αν θα ήταν μόνο ενα όνομα σ ενα πιστοιητικό γαμου κορνιζαρισμένο στο σαλόνι.
Ο μεγαλος του γιος θα κόντευε να γινει άντρας πια.Ισως αυτος να τον θυμόταν.Η πριγκίπισά του ομως θα τον κοίταζε σαν ξένο,μωρό στην κούνια την άφησε κ έφυγε για να κάνει την τύχη του στην αγρια δύση κυνηγόντας χρυσάφι και όνειρα.
Αναστεναξε και άναψε το κερί.Ανοιξε την τελευταία του κονσερβα με φασολια φουρνου αλλα δεν ειχε παι όρεξη.
Ανακατεψε την τράπουλα.έτσι απο συνήθεια,χάιδεψε το όπλο του κατω απο το μαξιλάρι διπλα τουκαι κοιταξε εξω το χιόνι να πέφτει σιωπήλα.
Λιγες ώρες απομεναν ακόμα μεχρι το τελος και ύστερα θα ήταν ελέυθερός να γυρίσει πίσω.
Να κάνει Χριστούγεννα με το μοναδικό χρυσάφι του κόσμου που επιτέλους κατάλαβε οτι το είχε απο πάντα
Ο κλέφτης του χάρτη θα έπεφτε μέσα σαν ώριμο φρουτο.Τον ειχαν ξεγελάσει μ ενα στημένο παιχνιδι.Αυτος και τα φιλαράκια του του πηραν σχεδον ολο το χρυσαφι που ειχε μαζέψει δυό χρονια τωρα σκαβοντας και κοσκινίζοντας στην ερημο της Αριζονα.Τον χτυπησαν και τον αφησαν αναισθητο στη μεση του δρομου 3 μερες πριν.Μεχρι και τα σπιρουνια του του ειχαν παρει!Κι ας πλησιαζαν Χριστουγεννα!Και τωρα θα ερχονταν στην καλυβα του νομιζοντας πως εχει κ αλλα κρυμμενα.
Το μόνο που ειχε να κάνει πια ήταν να περιμένει.
Να περιμένει και να σκέφτεται το σπίτι του.Το στρωμένο χριστουγενιάτικο τραπέζι με την κυρά να ψήνει την γαλοπούλα,τα παιδια να μασουλάν ενα κομματι τσουρέκι κατω απο το στολισμενο έλατο
Να θυμαται ολα τα περασμνα Χριστουγεννα που περασαν μαζι.Ποσο πολυ του εχουν λειψει!Ολοι τους.Ακομα και ο γερικος σκυλος του που ολο κοιμοταν μπροστα στο τζακι ακομα κ αυτος του ειχε λειψει!
Αραγε θα τον περίμεναν φέτος να κρεμάσει αυτός το γουρικο πέταλο στα κλαδιά του?
Ελειπε καιρό και δεν ήξερε αν τον θυμούνται ακόμα τα παιδιά ή αν θα ήταν μόνο ενα όνομα σ ενα πιστοιητικό γαμου κορνιζαρισμένο στο σαλόνι.
Ο μεγαλος του γιος θα κόντευε να γινει άντρας πια.Ισως αυτος να τον θυμόταν.Η πριγκίπισά του ομως θα τον κοίταζε σαν ξένο,μωρό στην κούνια την άφησε κ έφυγε για να κάνει την τύχη του στην αγρια δύση κυνηγόντας χρυσάφι και όνειρα.
Αναστεναξε και άναψε το κερί.Ανοιξε την τελευταία του κονσερβα με φασολια φουρνου αλλα δεν ειχε παι όρεξη.
Ανακατεψε την τράπουλα.έτσι απο συνήθεια,χάιδεψε το όπλο του κατω απο το μαξιλάρι διπλα τουκαι κοιταξε εξω το χιόνι να πέφτει σιωπήλα.
Λιγες ώρες απομεναν ακόμα μεχρι το τελος και ύστερα θα ήταν ελέυθερός να γυρίσει πίσω.
Να κάνει Χριστούγεννα με το μοναδικό χρυσάφι του κόσμου που επιτέλους κατάλαβε οτι το είχε απο πάντα
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή: