ένα πρωινό στο δάσος, ξεφύτρωσε από το πουθενά ένα περίπτερο. έκπληκτα τα ζώα σχολίαζαν το γεγονός: "τι ωραία!! τώρα θα παίρνουμε τσιγαράκια από δω, καφεδάκια, κρουασάν, ο,τι γουστάρουμε, δε θα χρειάζεται να τρέχουμε στην πόλη" και τέτοια.
έφτιαξαν λοιπόν μια σειρά όλα, μόλις ξημέρωσε.
έρχεται και ο λαγός λοιπόν, πάει...
προς τα κει, και πάει να περάσει μπρος.
- που πας ρε λαγέ; μάγκας είσαι; δε βλέπεις ολόκληρη ουρά; του λέει η αλεπού και του δίνει ένα φούσκο και τον ξαπλώνει κάτω.
χωρίς να πτοείται ο λαγός σηκώνεται, ξεσκονίζεται και πάει να περάσει εμπρός.
- που πας ρε φίλε; εμείς τι είμαστε; ηλίθιοι; του λέει ο έλαφος και του δίνει τρεις-τέσσερις μπουνιές, πηδάει πάνω του και τον ποδοπατάει.
φανερά τραυματισμένος, γεμάτος αίματα, μπουσουλώντας, δεν το βάζει κάτω ο λαγός. πάει να ξαναπεράσει.
- που πας ρε; ακούγεται η αρκούδα.
τον αρπάζει, τον κοπανάει και αυτή.
κρατώντας τον λαγό η αρκούδα, σφίγγει τον λαιμό του, προσπαθώντας να τον πνίξει.
βάζει τότε τα δυνατά του ο λαγός και λέει καταβεβλημένος και παρακαλώντας:
- αφήστε με ρε παιδιά να ανοίξω το μαγαζί...