DeletedUser3409
Guest
Λοιπόν εδώ συστήνουμε τους χαρακτήρες μας στο παιχνίδι... Ξεκινάω: Είμαι Τυχοδιώκτης παίζω Κ1, αυτή την στιγμή διαμένω στο Saliaro-Feretro
και το προφίλ μου στο παιχνίδι είναι:
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ ΑΡΑΜΠ ΜΕΓΑΛΩΣΕ, ΕΠΟΣ ΤΕΙΝΕΙ ΝΑ ΓΊΝΕΙ ΓΙΑ ΑΥΤΟ ΑΝ ΤΗΝ ΔΙΑΒΑΖΕΤΕ Ο ΑΡΑΜΠ ΥΠΟΜΟΝΗ ΣΥΣΤΗΝΕI
Τον γάιδαρο μου πούλησα να πάω στην Άγρια Δύση
μα μια γυναίκα με παρέσυρε, με γύρισε στην φύση.
Έτσι φτωχός και μόνος πια γυρίζω ο καημένος,
με όνειρο μου τον χρυσό που είναι καλά κρυμμένος!
Και όταν θα βρω τον χρυσό και σάκους σαν γεμίσω,
τον γάιδαρο μου, πάλι θα αγοράσω πίσω!
Τον γάιδαρο μου, πίσω, αγόρασα μαζί μου θα τον πάρω
και αν κανείς σας με λοξοκοιτά θα συναντά τον Χάρο.
Στον δρόμο με κυνήγησαν ιθαγενείς, Απάτσι
την γλώσσα έξω τους έβγαλα, νομίζω πάμε πάτσι.
Εγώ δεν τα φοβάμαι αυτά, ότι γνωρίζω σπέρνω,
προς το παρόν, όμως φίλοι μου και δανεικά σας παίρνω.
Μ' αυτά και άλλα έφτασα εκεί στην Άγρια Δύση,
σ' ένα σαλούν το γλέντησα και έγινα τύφλα στο μεθύσι.
Την άλλη μέρα ξύπνησα σε μια φυτεία σκλάβος,
εγώ που είχα όνειρο να γενώ κηδείας εργολάβος.
Και τώρα ψάχνω για να βρω, ένα παλιό ρεβόλβερ,
για να μπορέσω να τους πω το γκέιμ πάει όβερ!
Και 'κει που έχω απελπιστεί, σκλάβος ότι θα μείνω,
και για μια ζωή μες στα καπνά, τον βούρδουλα θα υπομείνω
να σου, στα πόδια μου, μπροστά, ένα ασημί ρεβόλβερ,
ήταν του επιστάτη μας, που εκείνη τη στιγμή, άλλαζε το πουλόβερ.
Κοιτώ δεξιά, κοιτώ ζερβά, σκύβω και το μαζεύω
και λέω στον επιστάτη μας ότι μπελά γυρεύω.
Αυτός κοιτά το όπλο μου, και πάνω του τα κάνει,
γυρίζει και φεύγει, τρέχοντας, δε θέλει να πεθάνει.
Και εγώ γελώντας, του φωνάζω "Μάγκα μου, εμέ, εσύ δε με τρομάζεις,
μάθε πρώτα μόνος σου, τις πάνες σου να αλλάζεις!"
Φεύγω και 'γω λοιπόν παιδιά, για το Σαλούν τραβάω,
γιατί τον έρμο μου τον γάιδαρο, ποτέ δεν τον ξεχνάω.
Και κει που σταματάω να πάρω μια ανάσα,
ακούω τούς Αρτ και Πωλ να τραγουδούν το ΕΛ ΚΟΝΤΟΡΕ ΠΑΣΑ!
Και ενώ ήμουν έτοιμος, ζεστά να τους καλωσορίσω,
αυτοί φεύγουνε τρέχοντας, σαν αστραπές γυρνάνε πίσω!
Στρίβω και γω σα πίσω μου να δω, γιατί μακρυά μου τρέχουν
και βλέπω τους Απάτσι ξανά να με γυρεύουν!
"Τι Θέλετε ορέ σκυλιά απ' έναν, έρμο σαν εμένα,
μάθετέ το, για καλά το σκάλπ μου, δε δίνω σε κανένα"
με τόλμη τους ε φώναξα και το όπλο μου τραβήχθει
και όπως πυροβόλησα, εις τον γκρεμό εγλίστρησα και εγκρεμοτσακίχθει!!
Με κόπο, πολύ σηκώθηκα και τα πλευρά σπασμένα,
και οι Απάτσι απ' την κορφή μοιάζανε να τα 'χουνε χαμένα!
Γυρίζω, ψάχνω το όπλο μου που απ' τη πτώση μου'χε φύγει, και κοιτάω για να βρω, που μου 'χε παραπέσει
και βλέπω ότι προσγειώθηκε, στα πόδια μιας Γκρίζλι, που μόλις είχε χέσει!
Επειδή συνείδηση έχω οικολογική, κάτι που στις αρκούδες πολύ αρέσει,
της άφησα το όπλο μου, να το 'χει, να φάει κάνα κυνηγό μπαμπέση.
Έτσι με όλα και μ' αυτά απ' τα βουνά την κάνω,
μια πόλη ήσυχη να βρω μην κάνω τον τσιγγάνο.
Μια πόλη βλέπω από μακρυά, είναι το Έντεσσα, το Σίτι,
εκεί που οι κάτοικοι, ομοιάζουν την Τζέιν Καλαμίτυ.
Στην είσοδο της πόλης είναι ένας χοντρός, που με ζητάει ΠΑΣΟ,
"Πω, πω", του λέω, "ρε χοντρέ μ' έκανες να γελάσω,
σου μοιάζω, εγώ για φοιτητής να διαθέτω πάσο.
Άντε φύγε από εδώ και άσε με να περάσω!"
Αυτός δε φαίνεται, πολύ, να με καταλαβαίνει,
μα με χτυπάει, φιλικά και από τη δύναμη, ο ώμος του, εβγαίνει.
Ουρλιάζει τότε, ο Χοντρός και οι κάτοικοι φωνάζουν,
τι κάνουν έτσι, ρε παιδιά; σαν χοίροι που τους σφάζουν.
Και τότε λέω μέσα μου: Άραμπ μην μπλέκεις, εσύ καλύτερα με τούτους εδώ τους βλάχους,
δεν πας καλύτερα για να κρυφτείς πίσω από αυτούς τους βράχους;
Κι όπως έχω, εγώ καλά κρυφτεί, ακούω τράκα τρούκα,
θα είναι σκέφτομαι, τίποτα παιδιά που παίζουνε και ρίξαν στράκα στρούκα.
Και εκεί που γυρίζω με χαρά, πως παίζουν, να κοιτάξω,
βλέπω, πίσω μου έναν κροταλία, φοβερό και μου ρχεται να κλάψω.
Μα παρόλο αυτά κινήθηκα γρήγορα σαν μαγκούστα,
που είναι ζώο εχθρικό για των φιδιών, τα γούστα.
Και έτσι εγώ ε τρόμαξα αυτόν τον κροταλία,
που πήρε, τους κουβάδες του και σ' άλλη παραλία!
Μετά απ' αυτό αποφάσισα, στην πρώτη πόλη να γυρίσω,
τον γάιδαρο μου με σανό να πάω να ταΐσω!
Βαδίζω εγώ νυχθημερόν και το πρωί, στην πόλη, φτάνω
και με ανακούφιση κοιτώ εις την ταμπέλα πάνω.
Έγραφε, ορέ, παιδιά "ΕΝΤΕΣΣΑ ΣΙΤΙ ΔΥΟ"
αυτό δεν είναι δυνατόν, θα πρόκειται γι' αστείο.
Γρήγορα λοιπόν εγώ τον γάιδαρο μαζεύω
και με τρόπο Ινδιάνικο, κάνω και την πουλεύω.
Και κει που νόμιζα, πως τους μπελάδες πίσω έχω αφήσει,
να σου μπροστά μου ο χοντρός, να ακούει Άννα Βίσση.
Μόλις, με βλέπει ρε παιδιά τα μάτια του γουρλώνει
και με κακία περισσή, το όπλο του, τραβάει απ' τη ζώνη.
Όμως ετούτη τη φορά ήμουνα καλά προετοιμασμένος
και ο γάιδαρος μου ήτανε με RED BULL, ταϊσμένος!
Έτσι βρέθηκε ο χοντρός να τρώει σκόνη,
από τον γάιδαρο που πέταγε σαν να ταν χελιδόνι.
Μ' αυτά και άλλα, ρε παιδιά βρέθηκα, στην έρημο Νεβάδα
και ο γάιδαρος απ' την κούραση έκανε σαν να 'ταν αμοιβάδα.
Όποιος θέλει συνεχίζει
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ ΑΡΑΜΠ ΜΕΓΑΛΩΣΕ, ΕΠΟΣ ΤΕΙΝΕΙ ΝΑ ΓΊΝΕΙ ΓΙΑ ΑΥΤΟ ΑΝ ΤΗΝ ΔΙΑΒΑΖΕΤΕ Ο ΑΡΑΜΠ ΥΠΟΜΟΝΗ ΣΥΣΤΗΝΕI
Τον γάιδαρο μου πούλησα να πάω στην Άγρια Δύση
μα μια γυναίκα με παρέσυρε, με γύρισε στην φύση.
Έτσι φτωχός και μόνος πια γυρίζω ο καημένος,
με όνειρο μου τον χρυσό που είναι καλά κρυμμένος!
Και όταν θα βρω τον χρυσό και σάκους σαν γεμίσω,
τον γάιδαρο μου, πάλι θα αγοράσω πίσω!
Τον γάιδαρο μου, πίσω, αγόρασα μαζί μου θα τον πάρω
και αν κανείς σας με λοξοκοιτά θα συναντά τον Χάρο.
Στον δρόμο με κυνήγησαν ιθαγενείς, Απάτσι
την γλώσσα έξω τους έβγαλα, νομίζω πάμε πάτσι.
Εγώ δεν τα φοβάμαι αυτά, ότι γνωρίζω σπέρνω,
προς το παρόν, όμως φίλοι μου και δανεικά σας παίρνω.
Μ' αυτά και άλλα έφτασα εκεί στην Άγρια Δύση,
σ' ένα σαλούν το γλέντησα και έγινα τύφλα στο μεθύσι.
Την άλλη μέρα ξύπνησα σε μια φυτεία σκλάβος,
εγώ που είχα όνειρο να γενώ κηδείας εργολάβος.
Και τώρα ψάχνω για να βρω, ένα παλιό ρεβόλβερ,
για να μπορέσω να τους πω το γκέιμ πάει όβερ!
Και 'κει που έχω απελπιστεί, σκλάβος ότι θα μείνω,
και για μια ζωή μες στα καπνά, τον βούρδουλα θα υπομείνω
να σου, στα πόδια μου, μπροστά, ένα ασημί ρεβόλβερ,
ήταν του επιστάτη μας, που εκείνη τη στιγμή, άλλαζε το πουλόβερ.
Κοιτώ δεξιά, κοιτώ ζερβά, σκύβω και το μαζεύω
και λέω στον επιστάτη μας ότι μπελά γυρεύω.
Αυτός κοιτά το όπλο μου, και πάνω του τα κάνει,
γυρίζει και φεύγει, τρέχοντας, δε θέλει να πεθάνει.
Και εγώ γελώντας, του φωνάζω "Μάγκα μου, εμέ, εσύ δε με τρομάζεις,
μάθε πρώτα μόνος σου, τις πάνες σου να αλλάζεις!"
Φεύγω και 'γω λοιπόν παιδιά, για το Σαλούν τραβάω,
γιατί τον έρμο μου τον γάιδαρο, ποτέ δεν τον ξεχνάω.
Και κει που σταματάω να πάρω μια ανάσα,
ακούω τούς Αρτ και Πωλ να τραγουδούν το ΕΛ ΚΟΝΤΟΡΕ ΠΑΣΑ!
Και ενώ ήμουν έτοιμος, ζεστά να τους καλωσορίσω,
αυτοί φεύγουνε τρέχοντας, σαν αστραπές γυρνάνε πίσω!
Στρίβω και γω σα πίσω μου να δω, γιατί μακρυά μου τρέχουν
και βλέπω τους Απάτσι ξανά να με γυρεύουν!
"Τι Θέλετε ορέ σκυλιά απ' έναν, έρμο σαν εμένα,
μάθετέ το, για καλά το σκάλπ μου, δε δίνω σε κανένα"
με τόλμη τους ε φώναξα και το όπλο μου τραβήχθει
και όπως πυροβόλησα, εις τον γκρεμό εγλίστρησα και εγκρεμοτσακίχθει!!
Με κόπο, πολύ σηκώθηκα και τα πλευρά σπασμένα,
και οι Απάτσι απ' την κορφή μοιάζανε να τα 'χουνε χαμένα!
Γυρίζω, ψάχνω το όπλο μου που απ' τη πτώση μου'χε φύγει, και κοιτάω για να βρω, που μου 'χε παραπέσει
και βλέπω ότι προσγειώθηκε, στα πόδια μιας Γκρίζλι, που μόλις είχε χέσει!
Επειδή συνείδηση έχω οικολογική, κάτι που στις αρκούδες πολύ αρέσει,
της άφησα το όπλο μου, να το 'χει, να φάει κάνα κυνηγό μπαμπέση.
Έτσι με όλα και μ' αυτά απ' τα βουνά την κάνω,
μια πόλη ήσυχη να βρω μην κάνω τον τσιγγάνο.
Μια πόλη βλέπω από μακρυά, είναι το Έντεσσα, το Σίτι,
εκεί που οι κάτοικοι, ομοιάζουν την Τζέιν Καλαμίτυ.
Στην είσοδο της πόλης είναι ένας χοντρός, που με ζητάει ΠΑΣΟ,
"Πω, πω", του λέω, "ρε χοντρέ μ' έκανες να γελάσω,
σου μοιάζω, εγώ για φοιτητής να διαθέτω πάσο.
Άντε φύγε από εδώ και άσε με να περάσω!"
Αυτός δε φαίνεται, πολύ, να με καταλαβαίνει,
μα με χτυπάει, φιλικά και από τη δύναμη, ο ώμος του, εβγαίνει.
Ουρλιάζει τότε, ο Χοντρός και οι κάτοικοι φωνάζουν,
τι κάνουν έτσι, ρε παιδιά; σαν χοίροι που τους σφάζουν.
Και τότε λέω μέσα μου: Άραμπ μην μπλέκεις, εσύ καλύτερα με τούτους εδώ τους βλάχους,
δεν πας καλύτερα για να κρυφτείς πίσω από αυτούς τους βράχους;
Κι όπως έχω, εγώ καλά κρυφτεί, ακούω τράκα τρούκα,
θα είναι σκέφτομαι, τίποτα παιδιά που παίζουνε και ρίξαν στράκα στρούκα.
Και εκεί που γυρίζω με χαρά, πως παίζουν, να κοιτάξω,
βλέπω, πίσω μου έναν κροταλία, φοβερό και μου ρχεται να κλάψω.
Μα παρόλο αυτά κινήθηκα γρήγορα σαν μαγκούστα,
που είναι ζώο εχθρικό για των φιδιών, τα γούστα.
Και έτσι εγώ ε τρόμαξα αυτόν τον κροταλία,
που πήρε, τους κουβάδες του και σ' άλλη παραλία!
Μετά απ' αυτό αποφάσισα, στην πρώτη πόλη να γυρίσω,
τον γάιδαρο μου με σανό να πάω να ταΐσω!
Βαδίζω εγώ νυχθημερόν και το πρωί, στην πόλη, φτάνω
και με ανακούφιση κοιτώ εις την ταμπέλα πάνω.
Έγραφε, ορέ, παιδιά "ΕΝΤΕΣΣΑ ΣΙΤΙ ΔΥΟ"
αυτό δεν είναι δυνατόν, θα πρόκειται γι' αστείο.
Γρήγορα λοιπόν εγώ τον γάιδαρο μαζεύω
και με τρόπο Ινδιάνικο, κάνω και την πουλεύω.
Και κει που νόμιζα, πως τους μπελάδες πίσω έχω αφήσει,
να σου μπροστά μου ο χοντρός, να ακούει Άννα Βίσση.
Μόλις, με βλέπει ρε παιδιά τα μάτια του γουρλώνει
και με κακία περισσή, το όπλο του, τραβάει απ' τη ζώνη.
Όμως ετούτη τη φορά ήμουνα καλά προετοιμασμένος
και ο γάιδαρος μου ήτανε με RED BULL, ταϊσμένος!
Έτσι βρέθηκε ο χοντρός να τρώει σκόνη,
από τον γάιδαρο που πέταγε σαν να ταν χελιδόνι.
Μ' αυτά και άλλα, ρε παιδιά βρέθηκα, στην έρημο Νεβάδα
και ο γάιδαρος απ' την κούραση έκανε σαν να 'ταν αμοιβάδα.
Όποιος θέλει συνεχίζει
Τελευταία επεξεργασία από έναν συντονιστή: