σπουδαρχίδης < αρχαία ελληνική σπουδάρχης [< σπουδή (=βιασύνη) + αρχή (=αξίωμα)] + -ίδης
σπουδαρχίδης αρσενικό
(κωμικό πατρωνυμικό του σπουδαρχία) ο υιός αυτού που επιζητεί αξιώματα και θέσεις, νεαρός θεσιθήρας
ὅστις; πολίτης χρηστός, οὐ σπουδαρχίδης, / ἀλλ᾽ ἐξ ὅτου περ ὁ πόλεμος, στρατωνίδης, / σὺ δ᾽ ἐξ ὅτου περ ὁ πόλεμος, μισθαρχίδης (Ἀριστοφάνης, Ἀχαρνῆς, 595-597)
οχι δεν ειναι , ειναι αρχαια ελληνικη λεξη απο οτι βλεπεις
Επισης το Αγαθαρχιδης δεν ειναι βρισια , ειναι ονομα αρχαιου Ελληνα σοφου
Μπορεις επισης να πεις τον εξης γλωσοδετη
Ω σπουδαρχιδη Αγαθαρχιδη πιασε μου το αραχιδι (φυστικι)