Η Μάγια Ρόλσταντ με το μικροσκοπικό της μαγιό, ξαπλωμένη στην ψάθα, μάζευε ήλιο δίπλα στην κοίτη του ποταμού. Ο Ηενρυ Γουόκερ πιό δίπλα,ακόμη και στις διακοπές, δεν μπορούσε να ξεχάσει το μπαρ του...
-«Θα ήθελες,αγαπητή μου,λίγο φρέσκο χυμό λεμονιού;»
-«Ω! Χένρυ!Είσαι σκέτος θησαυρός!Ευχαριστώ πολύ!» , είπε η Μάγια και ήπιε με λαχτάρα το δροσιστικό χυμό.
Ο Γουάπι, είχε στήσει το καλάμι του λίγο πιό κάτω και ψάρευε πέστροφες...ή τουλάχιστον προσπαθούσε! Αλλά το γεγονός ότι είχε πάει 3 το απόγευμα και ακόμη δεν είχε πιάσει κάτι, καθόλου δεν τον ενοχλούσε. Εξάλλου, χαιρόταν την παρέα της Μάγιας και του Χένρυ.
-«’Ισως , αν πήγαινες στον ωκεανό, να έπιανες κάτι καλύτερο, Γουάπι, από ένα άδειο κονσερβοκούτι από φασόλια και το καπέλο του Χένρυ!», τον πείραξε η Μάγια.
-«Ακόμη και καρχαρία!», συμπλήρωσε ο Χενρυ και γέλασε δυνατά.
Ο Γουάπι το διασκέδαζε κι αυτός. ‘Ανοιξε μιά ομπρέλα δίπλα στη Μάγια.
-«Θα πρέπει να προσέχεις περισσότερο, Μάγια μου. Καίει ο ήλιος», είπε.Και ξανακάθισε στη θέση του, δίπλα στο καλάμι,ανάβοντας την πίπα του.
-«Μα πού είναι επιτέλους ο σερίφης;!», αναστέναξε η Μάγια. «Θα έπρεπε να έχει έρθει ήδη! Μου το υποσχέθηκε!»
-«Θα έχει πάει για κυνήγι ληστών»,απάντησε ήρεμα ο Χένρυ. «Ο χρυσός, που υπάρχει σ’αυτά τα μέρη, προσελκύει πολλά καθάρματα».
Κάτι έτρεχε με τη Μάγια Ρόλσταντ και τον Τζον Φίτζμπουρν,τον σερίφη. Αλλά ο Γουάπι κάθε άλλο παρά ανακατευόταν στις δουλειές των άλλων, ενώ του Χένρυ άρεσε η ιδέα του Τζον και της Μάγιας μαζί. Ακόμη και αν δεν το είχαν παραδεχτεί κανένας από τους δύο.
Ο Γουάπι, γύρισε και κοίταξε ανήσυχα, προς τη μεριά που αναγνώρισε ποδοβολητό αλόγων... «Αυτό δεν είναι καλό σημάδι» σκέφτηκε, «Κυριακάτικα και σε αυτά τα μέρη...». Οι άλλοι δύο ακόμη δεν είχαν καταλάβει κάτι.
Μετά από λίγο, όχι πολύ μακρυά τους, πέρασε το πρώτο άλογο. Ο Γουάπι, με την αετίσια ματιά, διέκρινε στα χέρια του πρώτου ιππέα, ένα ζευγάρι χειροπέδες. ‘Οχι,αυτό δεν ήταν καθόλου καλό σημάδι... Από πίσω του, έτρεχαν με τα άλογά τους,ο Τζον Φίτζμπουρν,ο σερίφης, και οι βοηθοί του. Ο σερίφης, ξεμάκρυνε από το ποδοβολητό και ήρθε στο μέρος που ήταν οι άλλοι τρεις. Ο Τζον, χαμήλωσε το καπέλο στη Μάγια και της χάρισε το πιό γλυκό του χαμόγελο(δύσκολο να φανταστεί κανείς, ότι χαμογελούσε, ήταν πάντα τόσο αυστηρός και άγριος στα χαρακτηριστικά του).
-«Χένρυ, Γουάπι»,χαιρέτησε και τους άλλους δύο.
-«Σας το ‘σκασε;» είπε ο Γουάπι.
-«Ναι,το κάθαρμα!Τον ελευθερώσε η συμμορία του,αλλά έννοια σου», κοκορεύτηκε εμφανώς, για να κάνει εντύπωση στη Μάγια, «Του την έχω στήσει. Τον οδηγούμε στο οχυρό. ‘Εχω προλάβει να ειδοποιήσω και θα τον περιμένουν εκεί οι δικοί μου. Θα φάει βραδυνό στην απομόνωση,απόψε!»,συμπλήρωse φανερά ικανοποιημένος.
Η Μάγια φούσκωσε από καμάρι,αλλά δεν είπε τίποτα. Ο Γουάπι χαμογέλασε. ‘Ηξερε ότι ό,τι πει ο Τζον, το έκανε.
-«Φρέσκο χυμό λεμονιού κανείς;», είπε ο Χένρυ.
-«Αργότερα φίλε μου»,απάντησε ο Τζον. «Θα περάσω από το μπαρ, να έχεις μπόλικη κρύα μπύρα!»
Με ένα νεύμα του κεφαλιού χαιρέτησε τον Γουάπι.
-«Θα τα πούμε αργότερα,μικρή», είπε στη Μάγια και της έκλεισε πονηρά το μάτι.
Και χάθηκε με τ’άλογό του δυτικά...
Λέξεις:496
carpfish-Arizona